- αινότοκος
- αἰνότοκος, -ον (Μ)αυτός που γεννήθηκε για κακό, για να φέρει συμφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. αἰνὸς + -τόκος < τίκτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αινοτόκος — αἰνοτόκος, ον (Α) αυτός που απέκτησε παιδί για να τού φέρει δυστυχία, ο άτυχος γονιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκος < τίκτω] … Dictionary of Greek
αἰνοτόκος — unhappy in being a parent masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκοιο — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκου — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκων — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰνοτόκῳ — αἰνοτόκος unhappy in being a parent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)